μερινός

μερινός
Ράτσα προβάτου μεσαίου μεγέθους, που είναι περιζήτητο για την άφθονη παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας μαλλιού. Φαίνεται ότι τα μ. κατάγονται από μια αφρικανική ράτσα (Ovis aries africana), η οποία εισήχθηκε εδώ και πολλούς αιώνες στην Ισπανία και διαδόθηκε κατά τους νεότερους χρόνους κυρίως στην κεντρική Ευρώπη, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία, στην Αμερική και στη Νότια Αφρική. Από τα πρόβατα αυτά παράχθηκαν με διασταυρώσεις πολυάριθμες ποικιλίες, κυρίως για την παραγωγή μαλλιού· έχουν επιτευχθεί όμως και μ. που παρέχουν καλή ποιότητα κρέατος. Μια περίφημη γαλλική ποικιλία είναι το μ. της Ραμπουιγιέ, που χρησιμοποιείται ευρύτατα για τη βελτίωση άλλων φυλών. Κατά κανόνα, τα μ. έχουν κοντό και χοντρό κεφάλι, ρωμαλέα σωματική διάπλαση, πόδια μάλλον κοντά και πολύ λιπαρό μαλλί, το οποίο καλύπτει ακόμα και τα άκρα και αρκετό μέρος του κεφαλιού· τα αρσενικά έχουν ισχυρά, μερικές φορές σπειροειδή, κέρατα. Τα πρόβατα της ράτσας μερινός παρέχουν άφθονο μαλλί, που είναι περιζήτητο για τη λεπτότητά του.
* * *
και μερινό, το
1. ποικιλία προβάτου που έχει χαρακτηριστικό πυκνό, λευκό και πολύ λεπτό τρίχωμα
2. μαλλί ή ύφασμα από τέτοιο πρόβατο
3. (και ως επίθ.) αυτός που έχει παραχθεί από αυτήν την ποικιλία προβάτου
(α. «μερινό μαλλί» β. «μερινό ύφασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. merino «είδος νομαδικού προβάτου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Ταλεϊράνδος — (Talleyrand ή Taleyrand). Προσωνυμία που πήραν στις αρχές του 12ου αι., πολλά μέλη του γαλλικού ηγεμονικού οίκου των Περιγκόρ. Από την οικογένεια αυτή τα αξιολογότερα μέλη ήταν: 1. Ερρίκος (1599 – 1626). Αρχιιματιοφύλακας του Λουδοβίκου ΙΓ’. Πήρε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”